- πανοραματικός
- πανοραμικός, ή , ό[ν] панорамный;
πανοραματική θέα — вид, панорама
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πανοραματική θέα — вид, панорама
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πανοραματικός — ή, ό πανοραμικός. επίρρ... πανοραματικώς και ά σαν σε πανόραμα, πανοραμικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανόραμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Σ. Ν. Βασιλειάδη] … Dictionary of Greek
πανοραματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που μοιάζει με πανόραμα: Η άποψη του θεσσαλικού κάμπου από την κορυφή του Ολύμπου είναι πανοραματική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κωδούνης, Άγγελος — (Αρναία Χαλκιδικής 1888 – Αθήνα 1924). Μουσικολόγος. Σπούδασε στο ωδείο Βέρντι του Μιλάνου και παρακολούθησε ανώτερα θεωρητικά μαθήματα στο ωδείο της Βιέννης. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την οργανολογία και τη μελέτη συστημάτων λειτουργίας μουσικών… … Dictionary of Greek
φαντασμαγορικός — ή, ό επίρρ. ά ο σχετικός με φαντασμαγορία (βλ. λ.), ο φανταστικά ωραίος, ο θεαματικός, ο πανοραματικός, ο μαγικός: Φαντασμαγορικό ηλιοβασίλεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)